Του Θοδωρή Γκόνη
Αιχμάλωτος, κολλημένος μ’ αυτήν την πόλη, μην μπορώντας ν΄ αλλάξω αυλάκι, δίσκος παλιός, γυρίζω μοναχός. Χαζεύω περιμένοντας, παρατηρώ, βλέπω. Βλέπω το ποδήλατο.
Λευκό, γαλάζιο, πράσινο. Τους ποδηλάτες. Παιδιά, αγόρια, κορίτσια, σαν τα κρύα τα νερά. Μπουκέτα ολάνθιστα. Μαλλιά αναμμένα. Να ελίσσονται, να γλιστρούν, να τρέχουν, να πολεμούν, να μάχονται, να χάνονται, να έρχονται, να φεύγουν, να παλαβώνουν, να λαβώνουν, να ισορροπούν, να ορμούν, -θεέ μου κάνε να μην πέσουν- να ανεβαίνουν, να κατεβαίνουν, ζικ-ζακ, βουτιές, πατητές, τρίπλες, μπασίματα, σπασίματα, ανάμεσα σε ΙΧ, λεωφορεία, τρόλεϊ, μηχανές και μηχανάκια. Με iPod στ’ αυτιά τους και αέρα στα φτερά τους.
Τι αφιλόξενοι δρόμοι για το πεντάλ, το κουδούνι, την ορθοπεταλιά, την ομορφιά, τη ζαβολιά, το φανάρι, τη ζάντα, τη λεζάντα, την ακτίνα, την αλυσίδα, τη σέλα, την σαμπρέλα, την τρέλα.
Κάθομαι στις γωνιές, σαν τις γυναίκες τις παλιές, τους σταυρώνω, τους φτύνω, να μην πάθουν κανένα κακό, να μην τσακιστούν. Βλέπω τα ποδήλατά τους, αστραφτερά, παρκαρισμένα στις στάσεις του μετρό, στις σχολές, στις δουλειές, κλειδωμένα με αλυσίδες πολύχρωμες, χειροπέδες, βραχιόλια σε όμορφα χέρια και τα χαζεύω σαν το μικρό παιδί.
Τους βλέπω να τα φορτώνονται στους ώμους τους- οικοδόμοι άλλου ουρανού, άλλου τραγουδιού - όταν συναντούν ανηφόρες, κατηφόρες επικίνδυνες ή όταν κουράζονται κι εκείνα. Τους βλέπω να κάθονται σε υπαίθρια καφέ μαζί τους, να τα ξεσελώνουν και να ξεσαλώνουν. Τους καμαρώνω.
Δε ξέρω πόσο στοιχίζουν τώρα τα ποδήλατα, αν τα αγοράζουν με δόσεις, δυσκολίες κι ευκολίες. Όμως, σκέφτομαι τι ωραία θα ήταν να ξανάνοιγαν εκείνα τα παλιά καταστήματα, αυτές οι πόρτες, οι πορτάρες, οι λαχτάρες, που νοίκιαζαν ποδήλατα με την ώρα, με τη μέρα, με το μήνα και να ταξιδεύαμε όλη την Αθήνα.
Να ‘ναι στημένα, βαλμένα απ’ έξω, με τάξη, σε βάσεις μερακλίδικες, χρώματα, σχήματα, μεγέθη, σημαιάκια και σημαίες, αντρικά, γυναικεία-με το καλαθάκι- παιδικά-με τις βοηθητικές- κουδουνάκια, προβατάκια, φλόγες, σπίθες, στη σειρά.
Να έρχεσαι, να δίνεις τ’ όνομά σου και να παίρνεις τη χαρά σου. Κι αν πέφτεις κι αν χτυπάς και γρατζουνάς τα γόνατά σου, να έρχεται πάντα η μαμά σου με σουλφαμιδόσκονη και γάζα στα όνειρά σου.
Να προσέχεις, γειά σου!
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου