Κυριακή 23 Αυγούστου 2015

Εκλογές χωρίς συνέδριο, κυβέρνηση χωρίς κόμμα



Σάββατο, 22 Αυγούστου 2015 19:19

Χ. Γεωργούλας, Π. Κλαυδιανός

Πάμε για εκλογές λοιπόν. Το αποφάσισε το κυβερνητικό επιτελείο και το ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός. Ηαιτιολόγηση έχει δύο σκέλη: πρώτον, έπρεπε η κυβέρνηση να ζητήσει νέα λαϊκή νομιμοποίηση, καθώς άλλη λαϊκή εντολή είχε λάβει και ήδη άλλη πολιτική εφαρμόζει, δεύτερον, δεν μπορούσε να συνεχιστεί το θεσμικό παράδοξο και επικίνδυνο ενδεχομένως να προχωρεί η κυβέρνηση νομοθετώντας στηριγμένη όχι στις ψήφους των βουλευτών της συμπολίτευσης, αλλά της αντιπολίτευσης.
Λογικό ακούγεται. Γιατί, όμως, έπρεπε η προκήρυξη άμεσων εκλογών να ματαιώσει, χωρίς οποιαδήποτε συζήτηση σε κάποιο κομματικό όργανο, μια άλλη συλλογική απόφαση, της ΚΕ, που είχε ληφθεί πρόσφατα λαμβάνοντας υπόψη τα ίδια πιο πάνω δεδομένα, η οποία προέβλεπε έκτακτο συνέδριο μέσα στον Σεπτέμβριο;
Κατά τη γνώμη μας, η επιλογή της άμεσης προκήρυξης εκλογών δεν είναι αναγκαστική, επιβαλλόμενη εκ των πραγμάτων. Είναι πολιτική επιλογή που ακυρώνει τελικά, με όποια πρόθεση κι αν πούμε ότι γίνεται, τηδυνατότητα των μελών και των οργανώσεων του ΣΥΡΙΖΑ να συζητήσουν συγκροτημένα και με συναίσθηση της ευθύνης τη νέα στρατηγική που χρειάζεται να επεξεργαστούμε στις νέες εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες.

Κυριακή 2 Αυγούστου 2015

Καλάμια

                                                                ΣΠΊΤΙΑ ΚΑΙ ΚΑΛΑΜΙΕΣ ΦΕΛΙΞ ΒΑΛΛΟΤΤΟΝ

ΝΕΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ
                                                                             Kωνσταντίνος Χατζηνικολάου

Τα καλοκαίρια κόβαμε καλάμια.
Πηγαίναμε με τον ξάδερφό μου στις χορταριασμένες ράγες του τραίνου και σπάγαμε τα καλάμια με τα χέρια. Δεν νομίζω πως είχαμε σουγιά ή μαχαίρι. Έπειτα κρυβόμασταν στην πυλωτή της πολυκατοικίας και φτιάχναμε κάτι αυτοσχέδιες καλύβες. Κλέβαμε σεντόνια από τη γιαγιά, τα στηρίζαμε στα καλάμια και καθόμασταν από κάτω, αμίλητοι, μέχρι να σκάσουμε απ’ τη ζέστη.
Αυτά συνέβαιναν το ’84, το ’85, το ’86 – εκεί γύρω.
Δεν ξέρω για πόσα συναπτά χρόνια μας κράτησαν η γιαγιά και ο παππούς στο διαμέρισμά τους στο Λουτράκι, εκείνα τα μυθικά δεκαήμερα του Αυγούστου –αν ήταν δεκαήμερα, αν ήταν Αύγουστος, αν ήταν μυθικά–, πάντως θυμάμαι την αδημονία μου, που, αν και ήταν σβηστή το χειμώνα, καθώς τέλειωνε η άνοιξη, ξυπνούσε και μεγάλωνε, για να γίνει ανυπόφορη μόλις έκλεινε το σχολείο.
Θυμάμαι θα πει και λίγο πως δεν θυμάμαι. Οπότε, επειδή μάλλον δεν πολυθυμάμαι, κάθομαι και προσπαθώ ν’ ανακαλέσω τη σκηνή με τα καλάμια, μέχρι πραγματικά να θυμηθώ ή να επινοήσω αυτό που υποτίθεται πως θυμάμαι.